Приводить в содрогание
Приводить в содрогание
[privodit` v sodroganie]
- Κανώ κάποιον να ανατριχιάζει
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: φοβίζω, φέρνω τον φόβο, προκαλώ είτε υποβάλλω τον φόβο, φοβερίζω.