|  | 
         
 
 
 
    Παραδείγματα χρήσης
                         
             
               
               лёг спать
             
             [l'ok spat`]                       
                         
             
               
               не спать, переживая о чём-либо
             
             [ni spàt' pirizhivàya a chòm-libà]              - δεν κοιμάμαι, ανησυχόντας για κάτι.          
                         
             
               
               пора ложиться спать
             
             [para lazhitsa spat`]                       
                         
             
               
               пора спать
             
             [pora spat']                       Εσείς μπορείτε να βρείτε σχολεία ρωσικής γλώσσας και δασκάλους: | 


