Прикусить язык
Прикусить язык
[prikusit` yazyk]
- Δαγκώνω τη γλώσσα
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: κλείνω το στόμα, σωπαίνω. Την συμβουλή να "δαγκώσει κανείς τη γλώσσα" δίνουν στον άνθρωπο, ο οποίος φλυαρεί πολλά παραπανίσια πράγματα.