

Влетать в копеечку
Влетать в копеечку
[vletat` v kopeechku]
- Μπαίνω στα έξοδα
Τι σημαίνει αυτό;:
Σημασία: δαπανηρά, ακριβά. Λένε για κάτι το οποίο κόστιζε πολλά λεφτά.